- ραθαπυγιζω
- ῥαθαπυγίζωῥᾰθᾰ-πῡγίζω[ῥόθος] давать пинка в зад Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ραθαπυγίζω — και ῥοθοπυγίζω Α χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *ῥαθαγοπυγίζω) τής οποίας το α συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης… … Dictionary of Greek
ράθαγος — ὁ, Α 1. θόρυβος, κρότος 2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω] … Dictionary of Greek
ροθοπυγίζω — Α βλ. ῥαθαπυγίζω … Dictionary of Greek
ῥαθαπυγίζειν — ῥαθαπῡγίζειν , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθαπυγίζων — ῥαθαπῡγίζων , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)